- κρωγμοῖς
- κρωγμόςcroakingmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρωγμός — ο (AM κρωγμός) [κρώζω] η κραυγή πτηνού, συνήθως τού κόρακα ή τής κουρούνας (α. «μόνον κρωγμός κόρακος ηκούσθη κάπου», Παπαδ. β. «τοῑς κρωγμοῑς τῶν τραχὺ βοώντων ὀρνίθων», Ιουλ.) … Dictionary of Greek